Σαρ(ρ)ων

Σαρ(ρ)ων
Σαρ(ρ)ων, ωνος, ὁ (שָׁרוֹן Is 33:9.—The accent cannot be determined, though it was probably on the second syllable, as in Hebr. Further, the form may be indecl. B-D-F §56, 2; Mlt-H. 149) Sharon, a plain along the coast of Palestine fr. Joppa to Caesarea. Ac 9:35 (v.l. Ἀσσάρων).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • ке́сарь — я, м. 1. Титул древнеримских императоров, а также лицо, носившее этот титул. 2. устар. Владыка, монарх. Льву, Кесарю лесов, бог сына даровал. И. Крылов, Воспитание Льва. [греч. και̃σαρ от лат. caesar от имени Юлия Цезаря] …   Малый академический словарь

  • ПРЕКОНЫ —    • Praecōnes,          провозвестники (глашатаи) вообще, особенно при аукционах (Horat. ер. 1, 7, 55. Juv. 3, 33. Mart. 1, 85). Хотя их занятие было мало уважаемо (Juv. 75), но при необыкновенно частом переходе владений в Риме из одних рук в… …   Реальный словарь классических древностей

  • σάτρα — Α (σε χρήση κυρίως στην κωμωδία) ο χρυσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί σάρ τα < αρχ. περσ. zar anya «χρυσός»] …   Dictionary of Greek

  • σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… …   Dictionary of Greek

  • σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… …   Dictionary of Greek

  • υγρόσαρκος — η, ο / ὑγρόσαρκος, ον, ΝΑ αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σαρκος (< σαρξ, σαρ κός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • Εβίλ Μαρντούκ — Βιβλικό πρόσωπο, που αναφέρεται στη Βίβλο ως Εβίλ Μεροντάχ. Βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος και διάδοχος του Ναβουχοδονόσορ του Β’. Ο Ε. απελευθέρωσε τον Ιωακείμ, βασιλιά του Ιούδα, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος επί 37 χρόνια. Σκοτώθηκε από τον Νεργκάλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Κοσσυφοπέδιο — Ορεινή περιοχή της Σερβίας, που βρίσκεται στα ΒΑ της Αλβανίας και περιλαμβάνεται στην αυτόνομη περιοχή του Κοσόβου. Το λεκανοπέδιο εκτείνεται στις Δειναρικές Άλπεις, σε μήκος 60 χλμ. (από Β προς Ν) και πλάτος περίπου 25 χλμ., ανάμεσα στα βουνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”